ῥυθμικῶν

ῥυθμικῶν
ῥυθμικός
fem gen pl
ῥυθμικός
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… …   Dictionary of Greek

  • κυματογράφος — και κυμογράφος, ο ιατρ. συσκευή μηχανικής καταγραφής και παραστάσεως τών ρυθμικών κινήσεων τής καρδιάς, τού σφυγμού, τής αναπνοής κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • μινιμαλισμός — Σύγχρονο καλλιτεχνικό κίνημα που εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1960. Στις εικαστικές τέχνες ο μ. έδωσε έμφαση στην απλότητα περιορίζοντας το έργο τέχνης σε έναν ελάχιστο αριθμό χρωμάτων, σχημάτων, γραμμών και υλικών. Στον μ. δεν γίνεται προσπάθεια …   Dictionary of Greek

  • παρνασ(σ)ισμός — ο ποιητικό ρεύμα που εμφανίστηκε στη Γαλλία κατά την δεκαετία τού 1860 και κυριάρχησε ώς το τέλος τού 19ου αιώνα, αποτέλεσε τη γέφυρα ανάμεσα στον ρομαντισμό και στον συμβολισμό και αναζήτησε την ποιητική έμπνευση στους πολιτισμούς τής… …   Dictionary of Greek

  • ποίηση — Λογοτεχνική σύνθεση στην οποία η έκφραση των αισθημάτων ή των εικόνων, η αφήγηση πραγματικών ή φανταστικών γεγονότων, ακόμα και η έκθεση επιστημονικών ή φιλοσοφικών αντιλήψεων, επιτυγχάνεται όχι μόνο με τη σημασία των λέξεων και των συνδυασμών… …   Dictionary of Greek

  • πολυφωνία — Συνήχηση και συνδυασμός σε μια ηχητική ενότητα δύο ή περισσότερων μελωδικών γραμμών (φωνών ή μερών), που διατηρούν τουλάχιστο τη μελωδική, συχνά και τη ρυθμική τους ανεξαρτησία, και διέπονται από τους κανόνες της αντίστιξης, όπως αυτοί… …   Dictionary of Greek

  • τζαζ — (jazz). Είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι.· λαϊκής καταγωγής αρχικά και για πολύ καιρό, διαδόθηκε κυρίως στις νότιες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Νέα Ορλεάνη, μεγάλο ποτάμιο λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του… …   Dictionary of Greek

  • φιγούρα — η, Ν 1. εικόνα, ζωγραφιά («δεν τού αρέσουν οι φιγούρες τού βιβλίου») 2. καθένα από τα εικονογραφημένα τραπουλόχαρτα, δηλαδή ο ρήγας, ο βαλές και η ντάμα 3. χορευτική παραλλαγή («έμαθα μια καινούργια φιγούρα τού ταγκό χθες») 4. (στο θέατρο σκιών)… …   Dictionary of Greek

  • φούγκα — (Μουσ.). Η πιο ολοκληρωμένη πολυφωνική μουσική μορφή –φωνητική ή ενόργανη– με το όνομα της οποίας συνδέεται η έννοια της ροής της αμοιβαίας φυγής των διαφόρων μερών ή φωνών του μουσικού λόγου. Η μορφική έννοια της φ. έχει ως επίκεντρο την… …   Dictionary of Greek

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”